Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
βαθμοθέτηση [s. femm.] βαθουλωτός [agg.]
βαθμοθετώ [-είς, -εί... βάθρο [s. nt.]
βαθμολογημένος [agg.] βαθύγνωμος [agg.]
βαθμολόγηση [s. femm.] βαθυγραφία [s. femm.]
βαθμολογητής [s. masch.] βαθυκίτρινος [agg.]
βαθμολογία {βαθμολογι... βαθυκόκκινο [s. nt.]
βαθμολόγιο {βαθμολογί... βαθυκόκκινος [agg.]
βαθμολογώ {βαθμολογε... βαθυμετρία {βαθυμετρι...
βαθμονομημένος [agg.] βαθυμετρικός [agg.]
βαθμονόμηση [s. femm.] βαθύμετρο {βαθυμέτρ-...
βαθμονομία [s. femm.] βαθύνοια [s. femm.]
βαθμονομώ {βαθμονομε... βαθύνους {βαθύν-οος...
βαθμός [s. masch.] βαθύνω [v. trans e intr.]
βαθμοφόρος [agg.] βαθύπλουτος [agg.]
βαθμωτός [agg.] βαθύπλουτος [s. masch.]
βαθομέτρηση {-ης κ. -ή... βαθυπόρφυρος [agg.]
βαθόμετρο [s. nt.] βαθύς {βαθ-ιού κ...
βάθος {βάθ-ους |... βαθυσκάφος {βαθυσκάφ-...
βαθοσκοπικός [agg.] βαθυστόχαστος [agg.]
βαθουλός [agg.] βαθύσφαιρα {βαθυσφαιρ...
βαθούλωμα {βαθουλώμ-... βαθύτατα [avv.]
βαθουλωμένος [agg.] βαθύτατος [agg.]
βαθουλώνομαι [v. pass.] βαθύτατος [agg.]
βαθουλώνω {βαθούλω-σ... βαθύτερος [agg.]
βαθουλώνω {βαθούλω-σ... βαθύτητα {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: