Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βαθουλωμένος
aggettivo
1 participio passato del verbo βαθουλώνω
2 affossato
3 depresso
4 incassato
5 incavato
6 infossato
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βάθρο [-ου, το] |
βαθύγνωμος [-η, -ο] |
βαθυγραφία [-ας, η] |
βαθυκίτρινος [-η, -ο] |
βαθυκόκκινο [-ου, το] |
βαθυκόκκινος [-η, -ο] |
βαθυμετρία [-ας, η] |
βαθυμετρικός [-ή, -ό] |
βαθύμετρο [-ου, το] |
βαθύνοια [-ας, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|