Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αφερεγγυώτατος [agg.] αφηρημένος [agg.]
αφερεγγυώτερος [agg.] αφησμένος [agg.]
άφεση {-ης κ. -έ... άφθα {χωρ. πληθ...
αφέσιμος [agg.] αφθαρσία {χωρ. πληθ...
αφετηρία {αφετηριών... άφθαρτος [agg.]
αφέτης {αφετών} άφθαστος [agg.]
άφευκτος [agg.] άφθιτος [agg.]
αφέψημα {αφεψήμ-ατ... άφθονα [avv.]
αφή [s. femm.] αφθονία {χωρ. πληθ...
αφήγημα {αφηγήμ-ατ... άφθονος [agg.]
αφηγηματικός [agg.] αφθονότατος [agg.]
αφήγηση {-ης κ. -ή... αφθονότερος [agg.]
αφηγητής {αφηγητριώ... αφθονώ {αφθονείς....
αφηγητικός [agg.] αφθόνως [avv.]
αφηγήτρια [s. femm.] αφθονώτατος [agg.]
αφηγιέμαι αφηγείται,... αφθονώτερος [agg.]
αφηγούμαι {αφηγείσαι... άφθορος [agg.]
αφήλιο {αφηλίου |... αφιβολία [s. femm.]
αφημένος [agg.] αφίδα [s. femm.]
αφηνιάζω {αφηνίασ-α... αφιδαρεύομαι [v. pass.]
αφηνιασμένος [agg.] αφιδρώ [v. intr.]
αφήνομαι ipf αφηνόμ... αφίδρωση [s. femm.]
αφήνω {άφησα (πρ... αφιέρωμα {αφιερώμ-α...
αφηρημάδα {χωρ. πληθ... αφιερωματικός [agg.]
αφηρημένα [avv.] αφιερωμένος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: