Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αυτού-κάτου [avv.] αυτοχτονία [s. femm.]
αυτούκλα [s. femm.] αυτοχτόνος [s. masch. e femm.]
αυτουλάς [s. masch.] αυτοχτονώ αυτοκτονεί...
αυτού-πάνω [avv.] αυτοψία {αυτοψιών}
αυτοϋποδηλούμενος [agg.] αυτώνομαι [v. pass.]
αυτουργός [agg.] αυχένας [s. masch.]
αυτουργός [s. masch. e femm.] αυχενικός [agg.]
αυτούς [pron.] αυχμηρός [agg.]
αυτούσιος [agg.] αφαγία [s. femm.]
αυτοφυής {αυτοφυ-ού... αφαίμαξη {-ης κ. -ά...
αυτοφυώς [avv.] αφαιμάσσω aor αφαίμα...
αυτόφωρο {αυτοφώρου... αφαιρεθείς [agg.]
αυτόφωρος [agg.] αφαιρεμάδα [s. femm.]
αυτόφωτος [agg.] αφαιρεμένα [avv.]
αυτοχαραχτηρίζω [v. trans.] αφαιρεμένος [part. pass.]
αυτοχαραχτηρισμός [s. masch.] αφαιρεμένος [agg.]
αυτόχειρ [s. masch. e femm.] αφαίρεση {-ης κ. -έ...
αυτόχειρας {αυτοχείρω... αφαιρέσιμος [agg.]
αυτοχειρία {αυτοχειρι... αφαιρετέος [agg.]
αυτοχειριάζομαι aor αυτοχε... αφαιρετέος [s. masch.]
αυτοχειριασμός [s. masch.] αφαιρέτης {αφαιρετών...
αυτοχειροτονούμαι aor αυτοχε... αφαιρετικός [agg.]
αυτόχθονας [agg.] αφαιρετός [agg.]
αυτόχθων [s. masch. e femm.] αφαιρούμαι παθ. αόρ. ...
αυτοχρηματοδότηση {-ης κ. -ή... αφαιρώ {αφαιρείς....

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: