Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαφαιρούμαι
verbo passivo astrarsi; distrarisi δεν πρέπει να αφαιρείσαι ούτε στιγμή στο τιμόνι → quando guidi, non devi distrarti neanche per un attimo αφαιρώ verbo transitivo 1 togliere; sottrarre; defalcare; decurtare αφαιρώ τις ασφαλιστικές εισφορές από το μισθό → detrarre i contributi assicurativi dallo stipendio 2 (βγάζω) estrarre; asportare; togliere του αφαίρεσαν ένα νεφρό → gli asportarono un rene 3 togliere; levare; eliminare; stralciare αφαιρώ μία παράγραφο από ένα κείμενο → stralciare un paragrafo da un testo | λίγα ψεγάδια δεν αφαιρούν τίποτα από την αξία τον έργου → alcune pecche non tolgono nulla alla validità di quell'opera 4 privare; levare; togliere του αφαίρεσαν την άδεια οδήγησης → gli hanno tolto la patente | αφαιρώ τη ζωή κάποιου → privare qualcuno della vita | τον αφαίρεσαν το δικαίωμα να… → gli hanno tolto il diritto di… 5 sottrarre; appropriarsi indebitamente αφαιρώ χρήματα από το ταμείο → sottrarre soldi dalla cassa 6 matematica sottrarre permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |