Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ατόλλη {χωρ. γεν.... ατονία {χωρ. πληθ...
άτολμα [avv.] ατονικός [agg.]
ατολμία, (raro) ατολμιά [s. femm.] ατονικότητα [s. femm.]
άτολμος [agg.] ατόνιστος [agg.]
ατολμότατος [agg.] άτονος [agg.]
ατολμότερος [agg.] ατονώ {ατονείς.....
ατομικά [avv.] ατοξικός [agg.]
ατομικευμένος [agg.] ατόπημα {ατοπήμ-ατ...
ατομίκευση [s. femm.] ατοπία [s. femm.]
ατομικεύω {ατομίκευ-... άτοπος [agg.]
ατομικισμός {χωρ. πληθ... ατού [s. nt.]
ατομικιστής [s. masch.] ατόφιος [agg.]
ατομικιστικός [agg.] ατόφυα [avv.]
ατομικίστρια [s. femm.] ατόφυος [agg.]
ατομικός [agg.] ατόφωτος [agg.]
ατομικότητα {ατομικοτή... ατραγούδητα [avv.]
ατομισμός [s. masch.] ατραγούδητος [agg.]
ατομιστής [s. masch.] ατρακτοειδής [agg.]
ατομιστικός [agg.] άτρακτος {ατράκτ-ου...
ατομίστρια [s. femm.] ατράντακτος [agg.]
άτομο {ατόμ-ου |... ατράνταχτος [agg.]
ατομοκρατία {χωρ. πληθ... ατραξιόν [s. femm.]
άτονα [avv.] ατραπός [s. femm.]
ατόνηση [s. femm.] ατραυμάτιστος [agg.]
ατόνησις [s. femm.] άτρεμος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: