Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ασυνορισιά [s. femm.] ασυσχέτιστος [agg.]
ασυνόριστα [avv.] ασύφταγος [agg.]
ασύνορος [agg.] ασύχναστος [agg.]
ασυνταιριασιά [s. femm.] ασύχρονα [avv.]
ασυνταίριαστος [agg.] ασύχρονος [agg.]
ασύντακτος [s. masch.] ασύχυστα [avv.]
ασυνταξία [s. femm.] ασύχυστος [agg.]
ασυνταύτιστος [agg.] ασυχώρετα [avv.]
ασύνταχτα [avv.] ασυχώρητος [agg.]
ασύνταχτος [agg.] άσφαιρος [agg.]
ασυντόμευτος [agg.] ασφάλαχτος [s. masch.]
ασυντόνιστος [agg.] ασφάλαχτο [s. nt.]
ασύντρεχτος [agg.] ασφάλεια {-ας κ. (λ...
ασύντριπτος [agg.] ασφαλείας [agg.]
ασυντρόφευτος [s. masch.] ασφαλειοθήκη [s. femm.]
ασυρματιστής [s. masch.] ασφαλέστατος [agg.]
ασυρματίστρια [s. femm.] ασφαλέστερος [agg.]
ασύρματος [agg.] ασφαλής {ασφαλ-ούς...
ασύρματος {ασυρμάτ-ο... ασφαλίζομαι ipf ασφαλι...
ασυσκεύαστος [agg.] ασφαλιζόμενος [s. masch.]
ασύστατος [agg.] ασφαλίζω ipf ασφάλι...
ασυστηματοποίητος [agg.] ασφάλιση [-εις]
ασύστολα [avv.] ασφαλισμένος [agg.]
ασύστολος [agg.] ασφαλιστήριο {ασφαλιστη...
ασυστόλως [avv.] ασφαλιστής [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: