Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ασφαλέστερος [agg.] ασφάλτωση [s. femm.]
ασφαλής {ασφαλ-ούς... ασφαλώς [avv.]
ασφαλίζομαι ipf ασφαλι... άσφιχτος [agg.]
ασφαλιζόμενος [s. masch.] ασφόγγιστος [agg.]
ασφαλίζω ipf ασφάλι... ασφόδελος {-ου κ. -έ...
ασφάλιση [-εις] ασφράγιστος [agg.]
ασφαλισμένος [agg.] ασφυκτικός [agg.]
ασφαλιστήριο {ασφαλιστη... ασφυκτικότατος [agg.]
ασφαλιστής [s. masch.] ασφυκτικότερος [agg.]
ασφαλιστικός [agg.] ασφυκτικώτατος [agg.]
ασφαλίστρια [s. femm.] ασφυκτικώτερος [agg.]
ασφάλιστρο {ασφαλίστρ... ασφυκτιώ ασφυκτιά, ...
ασφαλτικός [agg.] ασφυκτιών [agg.]
άσφαλτο {2} η, gen της... ασφυξία [s. femm.]
άσφαλτος {1} [agg.] ασφυξιογόνος [agg.]
άσφαλτος {2} {ασφάλτου ... ασφυχτικά [avv.]
ασφαλτοστρωμένος [agg.] ασφυχτικός [agg.]
ασφαλτοστρώνω {ασφαλτόστ... ασφυχτικότατος [agg.]
ασφαλτόστρωση [s. femm.] ασφυχτικότερος [agg.]
ασφαλτόστρωτος [agg.] ασφυχτιώ ασφυκτιά, ...
ασφαλτοτάπης ο gen ασφα... άσχετα [avv.]
ασφαλτούχος [agg.] άσχετος [agg.]
ασφαλτωμένος [agg.] ασχετοσύνη [s. femm.]
ασφαλτώνομαι [v. pass.] ασχετούτσικος [agg.]
ασφαλτώνω {ασφάλτω-σ... άσχημα [avv.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: