Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αστρογεωλόγος [s. masch.] αστροστόλιστος [agg.]
αστρογραφία [s. femm.] αστροφεγγής [agg.]
αστρογράφος [s. masch.] αστροφεγγιά [s. femm.]
αστροδυναμική [s. femm.] αστροφυσική [s. femm.]
αστροδυναμικός [agg.] αστροφυσικός [agg.]
αστροκεντημένος [agg.] αστροφυσικός [s. masch. e femm.]
αστρολάβος [s. masch.] αστροφωτογραφία [s. femm.]
αστρολατρία [s. femm.] αστροφωτογράφος [s. masch.]
αστρολογία {χωρ. πληθ... αστροφωτομετρία [s. femm.]
αστρολογικός [agg.] αστροχημικός [agg.]
αστρολόγος [s. masch. e femm.] άστυ {άστ-εως |...
αστροναύτης {αστροναυτ... άστυβος [agg.]
αστροναυτική [s. femm.] αστυϊατρικός [agg.]
αστροναυτικός [agg.] αστυΐατρος {αστυϊάτρ-...
αστροναυτιλία [s. femm.] αστυκλινική [s. femm.]
αστροναύτισσα {αστρο-ναυ... αστυνομευόμενος [agg.]
αστρονομία [s. femm.] αστυνομία {χωρ. πληθ...
αστρονομικός [agg.] αστυνομικίνα {χωρ. γεν....
αστρονόμος [s. masch. e femm.] αστυνομικός [agg.]
Αστροπαλιά [s. femm.] αστυνομικός [s. masch. e femm.]
Αστροπαλιώτης [s. masch.] αστυνόμισσα [s. femm.]
αστροπελέκι {αστροπελε... αστυνομοκρατούμενος [agg.]
αστροπή [s. femm.] αστυνόμος [s. masch. e femm.]
αστροποίκιλτος [agg.] Αστυπαλιά [s. femm.]
αστρόσπαρτος [agg.] Αστυπαλιώτισσα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: