Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αστροφυσικός
aggettivo
astrofisico
αστροφυσικός
sostantivo maschile e femminile
astrofisico [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αστρόσπαρτος [-η, -o] |
αστροστόλιστος [-η, -o] |
αστροφεγγής [-ής, -ές] |
αστροφεγγιά [-άς, η] |
αστροφυσική [-ής, η] |
αστροφυσικός [-ή, -ό] |
αστροφυσικός [-ού, ο|η] |
αστροφωτογραφία [-ας, η] |
αστροφωτογράφος [-ου, ο] |
αστροφωτομετρία [-ας, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|