Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
άρχω {μόνο σε ε... ασαράντιγος [agg.]
άρχων [s. masch.] ασαράντιστος [agg.]
αρωγή [s. femm.] άσαρκος [agg.]
αρωγός [s. masch.] άσαστος [agg.]
άρωμα {αρώμ-ατος... ασάφεια {ασαφειών}
αρώματα [s. nt. pl.] ασαφέστατος [agg.]
αρωματίζομαι ipf αρωματ... ασαφέστερος [agg.]
αρωματίζω {αρωμάτισ-... ασαφής {ασαφ-ούς ...
αρωματικό [s. nt.] ασαφώς [avv.]
αρωματικός [agg.] ασβέστης {χωρ. γεν....
αρωματισμένος [agg.] ασβέστιο {ασβεστίου...
αρωματοποιείο [s. nt.] ασβεστίτης {χωρ. πληθ...
αρωματοποιία {χωρ. πληθ... ασβεστόγαλα {χωρ. πληθ...
αρωματοποιός [s. masch.] ασβεστοκάμινος {ασβεστοκα...
αρωματοπωλείο [s. nt.] ασβεστοκονίαμα {ασβεστοκο...
αρωματοπώλης {αρωματοπω... ασβεστολιθικός [agg.]
αρωματοπώλις [s. femm.] ασβεστόλιθος {-ου κ. -ί...
αρωματοπώλισσα {αρωματοπω... ασβεστόνερο [s. nt.]
αρώσιμος [agg.] ασβεστόπετρα {δύσχρ. ασ...
αρώτηχτα [avv.] ασβεστοποίηση [s. femm.]
ας [partic.] ασβεστοποιούμαι [v. pass.]
ασαλάγιστος [agg.] ασβεστοποιώ [v. trans.]
ασάλευτος [agg.] ασβεστούχος [agg.]
ασανσέρ [s. nt.] ασβεστόχρισμα [s. nt.]
ασάπητος [agg.] ασβεστοχρισμένος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: