Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αρωματοποιός
sostantivo maschile
profumiere [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αρωματικό [-ού, το] |
αρωματικός [-ή/-ιά, -... |
αρωματισμένος [-η, -ο] |
αρωματοποιείο [-ου, το] |
αρωματοποιία [-ας, η] |
αρωματοποιός [-ού, ο] |
αρωματοπωλείο [-ου, το] |
αρωματοπώλης [-η, ο] |
αρωματοπώλις [-εως, η] |
αρωματοπώλισσα [-ας, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|