Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αρπώ 3sg αρπά) ... άρρενας [s. masch.]
αρράβδιστος [agg.] άρρενες [s. masch. pl.]
αρραβώνας ο pl αρραβ... αρρενοπρέπεια [s. femm.]
αρραβωνιάζομαι ipf αρραβω... αρρενοπρεπέστατος [agg.]
αρραβωνιάζω {αρραβώνια... αρρενοπρεπέστερος [agg.]
αρραβώνιασμα [s. nt.] αρρενοπρεπής {αρρενοπρε...
αρραβωνιάσματα [s. nt. pl.] αρρενωπός [agg.]
αρραβωνιασμένοι [s. masch. pl.] αρρενωπότατος [agg.]
αρραβωνιασμένος [agg.] αρρενωπότερος [agg.]
αρραβωνιαστική [s. femm.] αρρενωπότης [s. femm.]
αρραβωνιαστικιά [s. femm.] αρρενωπότητα [s. femm.]
αρραβωνιαστικός [s. masch.] άρρηκτος [agg.]
αρραγής {αρραγ-ούς... άρρην {άρρ-ενος,...
αρραγός [s. masch.] άρρητα-θέματα [s. nt. pl.]
άρραγος [agg.] άρρητος [agg.]
αρρεβώνα η pl αρραβ... άρρηχτα [avv.]
αρρεβώνας [s. masch.] άρρηχτος [agg.]
αρρεβωνιάζομαι [v. pass.] αρριβίστας [s. masch.]
αρρεβωνιάζω ipf αρραβώ... αρριβιστής [s. masch.]
αρρεβωνιασμένη [s. femm.] αρριβιστικός [agg.]
αρρεβωνιασμένος [agg.] αρρυθμία {αρρυθμιών...
αρρεβωνιασμένος [s. masch.] αρρύθμιστος [agg.]
αρρεβωνιαστικιά [s. femm.] άρρυθμος [agg.]
αρρεβωνιαστικός [s. masch.] αρρωσταίνω {αρρώστη-σ...
αρρεβωνίσια [s. nt. pl.] αρρωστάω [v. trans.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: