Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αρνιστής ο pl αρνητ... αρπάζω {άρπα-ξα, ...
αρνίτσιν [s. nt.] αρπάζω {άρπα-ξα, ...
αρνιώμαι 3sg αρνείτ... αρπακόλλας [s. masch.]
αρνούμαι {αρνείσαι.... αρπακολλατζής [s. masch.]
αρνούμενος [agg.] αρπακτικά [avv.]
αρόδου [avv.] Αρπακτικά [s. nt. pl.]
αροκάνιστος [agg.] αρπακτικός [agg.]
άρον άρον [avv.] αρπακτικότατος [agg.]
άροση {-ης κ. -ό... αρπακτικότερος [agg.]
αρόσιμος [agg.] αρπακτικότητα [s. femm.]
αροτριώ {αροτρι-οί... αρπακτικώτατος [agg.]
αροτριωμένος [agg.] αρπακτικώτερος [agg.]
άροτρο {αρότρ-ου ... άρπαξ [agg.]
αρουκάνιγος [agg.] άρπαξ [s. masch. e femm.]
αρουκάνιστος [agg.] αρπάχνομαι ipf αρπαζό...
αρουραίος [s. masch.] αρπάχνω 3sg αρπά) ...
άρπα {αρπών} αρπαχτά [avv.]
άρπαγας {αρπάγων} αρπαχτικά [avv.]
αρπάγη {αρπαγών} αρπαχτικός [agg.]
αρπαγή [s. femm.] αρπαχτικότατος [agg.]
άρπαγμα [s. nt.] αρπαχτικότερος [agg.]
αρπαγμένος [agg.] αρπαχτικότητα [s. femm.]
άρπαγος [s. masch.] αρπιστής [s. masch.]
αρπάζομαι ipf αρπαζό... αρποκολλώ [v. trans.]
αρπαζόμενος [agg.] άρπυια [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: