Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αρματώνομαι ipf αρματω... αρμοδίως [avv.]
αρματώνω {αρμάτω-σα... αρμοδιώτατος [agg.]
αρματωσιά [s. femm.] αρμοδιώτερος [agg.]
άρμεγμα [s. nt.] αρμόζει [v. imp.]
αρμεγμένος [agg.] αρμόζομαι aor αρμόσθ...
αρμέγω {άρμε-ξα, ... αρμόζω {ήρμοσ-α, ...
άρμενα [s. nt. pl.] αρμόζω {ήρμοσ-α, ...
αρμενάω ipf αρμένι... αρμόζων [agg.]
Αρμένης ο, pl Aρμέ... αρμολόγημα [s. nt.]
αρμενίζω {αρμένισα}... αρμολογημένος [agg.]
αρμένικα [s. nt. pl.] αρμολόγηση {-ης κ. -ή...
αρμένικος [agg.] αρμολογώ {αρμολογεί...
Αρμένιος [s. masch.] αρμονία [s. femm.]
αρμένισμα [s. nt.] αρμονικά [avv.]
Αρμένισσα [s. femm.] αρμονικός [agg.]
άρμενον [s. nt.] αρμονικότατος [agg.]
αρμενώ ipf αρμένι... αρμονικότερος [agg.]
άρμη [s. femm.] αρμονικότης [s. femm.]
αρμόδιοι {αρμοδί-ων... αρμονικότητα [s. femm.]
αρμόδιος [agg.] αρμονικώτατος [agg.]
αρμόδιος {-ου κ. -ί... αρμονικώτερος [agg.]
αρμοδιότατος [agg.] αρμόνιο {αρμονί-ου...
αρμοδιότερος [agg.] αρμός [s. masch.]
αρμοδιότης [s. femm.] άρμοση [s. femm.]
αρμοδιότητα {αρμοδιοτή... άρμοσις [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: