Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αρθρίτις [s. femm.] αριθμημένος [agg.]
αρθριτισμός [s. masch.] αρίθμηση {-ης κ. -ή...
άρθρο [s. nt.] αριθμήσιμος [agg.]
αρθρογραφία {χωρ. πληθ... αριθμησιμότητα [s. femm.]
αρθρογραφικός [agg.] αριθμητήρας [s. masch.]
αρθρογράφος [s. masch. e femm.] αριθμητήριο {αριθμητηρ...
αρθρογραφώ {αρθρογραφ... αριθμητής [s. masch.]
αρθροθυλακίτιδα [s. femm.] αριθμητικά [avv.]
αρθρολογία [s. femm.] αριθμητική [s. femm.]
αρθροπάθεια {αρθροπαθε... αριθμητικό [s. nt.]
Αρθρόποδα [s. nt. pl.] αριθμητικός [agg.]
αρθροτομία [s. femm.] αριθμητός [agg.]
άρθρωμα [s. nt.] αριθμισμένος [agg.]
αρθρωμένος [agg.] αριθμοδείκτης {αριθμοδει...
αρθρώνομαι [v. pass.] αριθμοί [s. masch. pl.]
αρθρώνω {άρθρω-σα,... αριθμομηχανή [s. femm.]
άρθρωση {-ης κ. -ώ... αριθμομνήμων {αριθμομνή...
αρθρωτός [agg.] αριθμός [s. masch.]
άρια [s. femm.] αριθμώ {αριθμείς....
αριά {αριαν-ιού... αριοπλέχω [v. trans.]
αριβάρω {αριβάρισα... άριος [agg.]
αριβισμός [s. masch.] αριός [agg.]
αριβίστας {αριβιστών... αριοφυτεμένος [agg.]
αριβίστρια {αριβιστρι... άριστα [s. nt.]
αρίδα {αριδ-ιού ... άριστα [avv.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: