Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αρθρωτός
aggettivo
articolato
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αριβίστας [-α, ο] |
αριβίστρια [-ας, η] |
αρίδα [-ας, η] |
αριθμημένος [-η, -o] |
αρίθμηση [-ης, η] |
αριθμήσιμος [-η, -ο] |
αριθμησιμότητα [-ας, η] |
αριθμητήρας [-α, ο] |
αριθμητήριο [-ου, το] |
αριθμητής [-ή, ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|