Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αραδιάζω {αράδιασ-α... αραλίκι {χωρ. γεν....
αραδιασμένος [agg.] αραμαϊκά [s. femm.]
αράζω {άρα-ξα, -... αραμαϊκός [agg.]
αράζω {άρα-ξα, -... αραμπάς {αραμπάδες...
αραθυμιά, (raro)) αραθυμία [s. femm.] αραξοβόλι {αραξοβολ-...
αράθυμος [agg.] αραουκάρια [s. femm.]
αραιά [avv.] αράπα [s. femm.]
αραιοκατοικημένος [agg.] Αραπάκι {χωρ. γεν....
αραιοκατοίκηση [s. femm.] αράπης {Αράπηδες ...
αραιοκατωκημένος [agg.] αράπικα [s. nt. pl.]
αραιοκτισμένος [agg.] αράπικος [agg.]
αραιόμετρο {αραιομέτρ... αραπίνα [s. femm.]
αραιός [agg.] αραπλής [s. masch.]
αραιότατος [agg.] αραποσίταρο [s. nt.]
αραιότερος [agg.] αραποσίτι {αραποσιτ-...
αραιότητα [s. femm.] αραπόσταρο [s. nt.]
αράιστος [agg.] αραποσυκιά [s. femm.]
αραίωμα [s. nt.] αραρούτι [s. nt.]
αραιωμένος [agg.] άρατα-θέματα [avv.]
αραιώνομαι aor αραιώθ... άρατος [agg.]
αραιώνω {αραίω-σα,... αραχλιάζω aor αράχνι...
αραιώνω {αραίω-σα,... αραχλιασμένος [agg.]
αραίωση η, gen αρα... άραχλος [agg.]
αραιωτικός [agg.] αράχνη {αραχνών}
αρακάς {χωρ. πληθ... αραχνιά [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: