Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαραδιάζω
verbo transitivo 1 allineare; disporre αράδιασε τα στρατιωτάκια στο πάτωμα → allineò il soldatini sul pavimento 2 figurato raccontare; sfornare; enumerare; sciorinare όλο ψέματα αραδιάζει → racconta / sforna un sacco di bugie | αράδιαζε τις ερωτικές τον κατακτήσεις στους φίλους του → enumerava le sue conquiste amorose agli amici | αραδιάζω ένα σωρό παιδιά → sfornare un figlio dopo l' altro permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |