Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
απότιση [s. femm.] αποτρέπω (απέτρ-εψα...
απότιστος [agg.] αποτρέπων [s. masch.]
αποτιτάνωση {-ης κ. -ώ... αποτριβή {χωρ. πληθ...
αποτίω αόρ. απέτι... αποτριχωμένος [agg.]
απότμηση {-ης κ. -ή... αποτριχώνω {αποτρίχω-...
αποτοιχισμένος [agg.] αποτρίχωση {-ης κ. -ώ...
απότοκο [s. nt.] αποτρίχωσις [s. femm.]
αποτολμάω [v. trans.] αποτριχωτικό [s. nt.]
αποτολμώ (αποτόλμησ... αποτριχωτικός [agg.]
απότομα [avv.] αποτρόπαια [avv.]
απότομος [agg.] αποτρόπαιος [agg.]
αποτοξινωμένος [agg.] αποτροπή [s. femm.]
αποτοξινώνομαι aor αποτοξ... αποτροπιάζομαι (αποτροπιά...
αποτοξινώνω ipf αποτοξ... αποτροπιασμένος [agg.]
αποτοξίνωση [-εις] {-η... αποτροπιασμός [s. masch.]
αποτοξίνωσις [s. femm.] αποτροπιαστικά [avv.]
απότορμος [agg.] αποτροπιαστικός [agg.]
αποτραβάω [v. trans.] αποτσίγαρο [s. nt.]
αποτράβηγμα [s. nt.] αποτυγχάνω (απέτυχα, ...
αποτραβηγμένος [agg.] αποτύπωμα {αποτυπώμ-...
αποτραβιέμαι [v. pass.] αποτυπωμένος [agg.]
αποτραβώ (αποτράβ-η... αποτυπώνομαι ipf αποτυπ...
αποτρελαίνω (αποτρέλαν... αποτυπώνω (αποτύπ-ωσ...
αποτρελαμένος [agg.] αποτύπωση {-ης κ. -ώ...
αποτρεπτικός [agg.] αποτύπωσις [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: