Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
απόταξη {-ης κ. -ά... αποτελούμενος [agg.]
αποτάσσομαι aor αποτάχ... αποτελώ (αποτέλ-εσ...
αποτάσσω (απότ-αξα,... αποτέμνω [v. intr.]
αποτεθειμένος [agg.] αποτετελεσμένος [agg.]
αποτείνομαι ipf αποτει... αποτέτοιος [agg.]
αποτεινόμενος [agg.] αποτεφρωμένος [agg.]
αποτείνω (απέτ-εινα... αποτεφρώνομαι [v. pass.]
αποτελείωμα [s. nt.] αποτεφρώνω (αποτέφρ-ω...
αποτελειωμένος [agg.] αποτέφρωση {-ης κ. -ώ...
αποτελειώνω (αποτέλ-ει... αποτεφρωτήρας [s. masch.]
αποτελείωση [s. femm.] αποτεφρωτής [s. masch.]
αποτέλεσμα {αποτελέσμ... αποτεφρωτικός [agg.]
αποτελεσματικά [avv.] απότιγος [agg.]
αποτελεσματικός [agg.] αποτιμημένος [agg.]
αποτελεσματικότατος [agg.] αποτίμηση {-ης κ. -ή...
αποτελεσματικότερος [agg.] αποτίμησις [s. femm.]
αποτελεσματικότης [s. femm.] αποτιμητής [s. masch.]
αποτελεσματικότητα [s. femm.] αποτιμητικός [agg.]
αποτελεσματικώτατος [agg.] αποτιμώ (αποτίμ-ησ...
αποτελεσματικώτερος [agg.] αποτιναγμένος aor αποτιν...
αποτελεύγω [v. trans.] αποτινάζω ipf αποτίν...
αποτελματωμένος [agg.] αποτίναξη {-ης κ. -ά...
αποτελματώνομαι [v. pass.] αποτινάσσω {αποτίνα-ξ...
αποτελμάτωση {-ης κ. -ώ... αποτινάσσομαι [v. pass.]
αποτελούμαι [v. pass.] αποτίνω αόρ. απέτι...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: