Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


αποτελεσματικότης
sostantivo femminile

forma arcaica di αποτελεσματικότητα

αποτελεσματικότητα  
sostantivo femminile

efficacia [f]

permalink
continua sotto

<<  αποτελεσματικότερος αποτελεσματικώτατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---