Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
απορπίζομαι ipf απελπι... απορροφητικός [agg.]
απορπίζω ipf απέλπι... απορροφούμαι [v. pass.]
απόρρευση [s. femm.] απορροφώ (απορρόφ-η...
απορρέω Ρ αόρ. απέ... απορροφώμαι [v. pass.]
απορρέων [agg.] απορρυθμίζω pass aor s...
απορρητο {απορρήτ-ο... απορρυθμισμένος [agg.]
απόρρητος [agg.] απορρύπανση {-ης κ. -ά...
απόρριμμα {απορρίμμ-... απορρύπανσις [s. femm.]
απορρίμματα [s. nt. pl.] απορρυπαντικό [s. nt.]
απορριμματοδοχείο [s. nt.] απορρυπαντικός [agg.]
απορριπτέος [agg.] απορυθμίζω (απορύθμ-ι...
απορριπτικός [agg.] απορύθμιση [s. femm.]
απορρίπτω (απέρρ-ιψα... απορφανισμένος [agg.]
απορριφθείς [agg.] απορώ (απόρ-ησα ...
απορρίχνω (απόρρ-ιξα... αποσαθρωμένος [agg.]
απόρριψη [-εις] {-η... αποσαθρώνομαι aor subj α...
απορροή [s. femm.] αποσαθρώνω (αποσάθρ-ω...
απόρροια {χωρ. πληθ... αποσάθρωση {-ης κ. -ώ...
απορροφάω [v. trans.] αποσάθρωσις [s. femm.]
απορροφημένος [agg.] αποσαθρωτικός [agg.]
απορρόφηση {-ης κ. -ή... αποσαρίδι {αποσαριδ-...
απορροφήσιμος [agg.] αποσαρίδια [s. femm.]
απορροφητήρας [s. masch.] αποσαφηνίζω (αποσαφήν-...
απορροφητής [s. masch.] αποσαφήνιση {-ης κ. -ί...
απορροφητικό [s. nt.] αποσαφήνισις [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: