Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoαπορροφάω
verbo transitivo variante di απορροφώ απορροφούμαι verbo passivo sprofondarsi απορροφώ verbo transitivo assorbire anche in senso figurato τα αδιάβροχα υφάσματα δεν απορροφούν υγρασία → i tessuti impermeabili non assorbono l'umidità | το χώμα απορρόφησε τη βροχή → la terra ha assorbito la pioggia | τον έχει απορροφήσει εντελώς η μελέτη → lo studio lo assorbe completamente απορροφώμαι verbo passivo variante di απορροφούμαι permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |