Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αποκρυφισμός {χωρ. πληθ... απολαβαίνω αόρ. απόλα...
αποκρυφιστής [s. masch.] απολαβές [sost femm. pl.]
αποκρυφιστικός [agg.] απολαβή [s. femm.]
αποκρυφολογία {χωρ. πληθ... απολακτισμένος [agg.]
απόκρυφος [agg.] απολαμβάνω αόρ. απόλα...
απόκρυψη [-εις] {-η... απολαυή [s. femm.]
αποκτάω [v. trans.] απόλαυση [-εις] {-η...
αποκτείνω (απέκτεινα... απολαυστικά [avv.]
απόκτημα [s. nt.] απολαυστικός [agg.]
αποκτημένος [agg.] απολαυστικότατος [agg.]
αποκτηνωμένος [agg.] απολαυστικότερος [agg.]
αποκτηνώνομαι aor αποκτη... απολαυστικότητα [s. femm.]
αποκτηνώνω (αποκτήν-ω... απολαυστικώτατος [agg.]
αποκτήνωση {-ης κ. -ώ... απολαυστικώτερος [agg.]
απόκτηση [s. femm.] απολαύω ipf απόλαυ...
αποκτήσιμος [agg.] απολαχτίζω aor απολάκ...
αποκτώ 3sg αποκτά... απόλαψη & απολαύσε...
αποκτώμαι αποκτάται,... απολάω [v. trans.]
αποκτώμενος [agg.] απολείπω (απέλ-ειψα...
αποκύημα {αποκυήμ-α... απολειτουργάω aor απολει...
αποκωδίκευση [s. femm.] απολειφάδι {απολειφαδ...
αποκωδικευτής [s. masch.] απόλεμος [agg.]
αποκωδικοποίηση {-ης κ. -ή... απολεπίζομαι [v. pass.]
αποκωδικοποιητής [s. masch.] απολεπίζω (απολέπ-ισ...
αποκωδικοποιώ (αποκωδικο... απολέπιση {-ης κ. -ί...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: