Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


απολαμβάνω  
verbo transitivo

1 guadagnare; ricavare; fruire; godere δεν απόλαυσε τίποτα από την επένδυσηnon ha guadagnato nulla da quell'investimento | απολαμβάνω ιδιαίτερα προνόμιαfruire di privilegi speciali | απολαμβάνει την εκτίμηση των συναδελφών τουgode della stima dei suoi colleghi
2 godere; gustare απολαμβάνω μια συναυλίαgustare un concerto | καθόταν στη βεράντα και απολάμβανε τον καφέ τουse ne stava in veranda gustando il suo caffè

permalink
continua sotto

<<  απολακτισμένος απολαυή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---