Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αποικιοκρατικός [agg.] αποκαλυπτήρια {αποκαλυπτ...
αποίκιση [s. femm.] αποκαλυπτήριος [agg.]
αποικισμένος [agg.] αποκαλυπτής [s. masch.]
αποικισμός [s. masch.] αποκαλυπτικός [agg.]
αποικιστής [s. masch.] αποκαλυπτικότατος [agg.]
αποικοδόμηση [s. femm.] αποκαλυπτικότερος [agg.]
αποικοδομώ [v. trans.] αποκαλυπτικώτατος [agg.]
άποικος [s. masch. e femm.] αποκαλυπτικώτερος [agg.]
αποικώ (αποίκησα)... αποκαλύπτομαι ipf αποκαλ...
αποκαθαίρομαι aor subj α... αποκαλυπτόμενος [agg.]
αποκαθαίρω {αποκαθήρα... αποκαλύπτω (αποκάλ-υψ...
αποκαθαρισμός [s. masch.] αποκαλύπτων [agg.]
αποκαθαρμένος [agg.] αποκαλυφθείς [agg.]
αποκάθαρση [s. femm.] αποκάλυψη [-εις] {-η...
αποκαθηλωμένος [agg.] αποκαλύψιμος [agg.]
αποκαθήλωση {-ης κ. -ώ... αποκαλώ παθ. αόρ. ...
αποκαθήλωσις [s. femm.] αποκάμνω (απόκ-ανα ...
αποκαθίσταμαι aor αποκατ... αποκάμνω (απόκ-ανα ...
αποκαθιστάμενος [agg.] αποκάμωμα {αποκαμώμα...
αποκαθιστώ (αποκατέστ... αποκαμωμένα [avv.]
αποκαίγομαι αόρ. απέκα... αποκαμωμένος [agg.]
αποκαίγω αόρ. απέκα... αποκάνω αόρ. απόκα...
αποκαΐδια [s. femm.] αποκανωμένος [agg.]
αποκαλούμενος [agg.] αποκαρδίζω aor αποκάρ...
αποκαλυμμένος [agg.] αποκαρδιωμένος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: