Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αποδοτικότερος [agg.] αποζημιωτικός [agg.]
αποδοτικότητα [s. femm.] αποζητάω [v. trans.]
αποδοτικώτατος [agg.] αποζητώ (αποζήτησα...
αποδοτικώτερος [agg.] αποζυμώτρα [s. femm.]
αποδοχές [sost femm. pl.] αποζώ (απόζησα) ...
αποδοχή [s. femm.] απόηχο [s. nt.]
αποδραματοποιώ {αποδραματ... απόηχος [s. masch.]
απόδρασα subj αποδρ... αποθαίνω ipf απόθαι...
απόδραση [-εις] {-η... αποθαλασσωμένος [agg.]
αποδυναμωμένος [agg.] αποθαμάζω ipf αποθαύ...
αποδυναμώνομαι aor αποδυν... αποθαμένος [agg.]
αποδυναμώνω (αποδυνάμ-... αποθαμός [s. masch.]
αποδυνάμωση [s. femm.] αποθανατίζομαι [v. pass.]
αποδυναμωτικός [agg.] αποθανατίζω aor απαθαν...
αποδύομαι (αποδύθηκα... αποθανάτιση [s. femm.]
απόδυση [s. femm.] αποθανών {αποθαν-όν...
απόδυσις [s. femm.] αποθαρρημένος [agg.]
αποδυσπέτησις [s. femm.] αποθαρρυμένος [agg.]
αποδυτήριο {αποδυτηρί... αποθαρρύνομαι ipf αποθαρ...
απόζερβος [agg.] αποθάρρυνση [-εις] η, ...
απόζευξη {-ης κ. -ε... αποθαρρυντικός [agg.]
αποζημιωμένος [agg.] αποθαρρύνω (αποθάρρ-υ...
αποζημιώνω (αποζημί-ω... αποθαυμάζω {αποθαύμασ...
αποζημίωση {-ης κ. -ώ... απόθεμα {αποθέμ-ατ...
αποζημιώσιμος [agg.] αποθέματα [s. nt. pl.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: