Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
απλουστεύω ipf απλούσ... από [prep.]
απλόχερα {χωρ. γεν.... αποβάθρα {δύσχρ. απ...
απλοχέρης [agg.] αποβαίνω {απέβην, -...
απλοχεριά {χωρ. πληθ... αποβαλλόμενος [agg.]
απλόχερος [agg.] αποβάλλω (απέβ-αλα,...
απλοχερώ (3sg απλοχ... απόβαλμα [s. nt.]
απλόχωρα [avv.] αποβαρβαρωμένος [agg.]
απλοχωριά [s. femm.] απόβαρο [s. nt.]
απλόχωρος [agg.] απόβαση {-ης κ. -ά...
απλυσιά [s. femm.] αποβατικός [agg.]
άπλυτα [s. nt. pl.] απόβγαλμα [s. nt.]
άπλυτο [s. nt.] αποβεβλημένος [agg.]
άπλυτος [agg.] αποβιβάζομαι ipf αποβιβ...
απλώθω ipf άπλωνα... αποβιβάζω (αποβίβ-ασ...
άπλωμα [s. nt.] αποβίβαση {-ης κ. -ά...
απλωμένος [agg.] αποβιταμίνωση {-ης κ. -ώ...
απλώνομαι ipf απλωνό... αποβιώ (απεβίωσα)...
απλώνω (άπλ-ωσα, ... αποβίωση [s. femm.]
απλώς [avv.] αποβίωσις [s. femm.]
απλωσιά {χωρ. πληθ... αποβλακωμένος [agg.]
απλωτή [s. femm.] αποβλακώνομαι aor αποβλα...
απνευστί [avv.] αποβλακώνω (αποβλάκ-ω...
άπνογος [agg.] αποβλάκωση [s. femm.]
άπνοια {χωρ. πληθ... αποβλακωτικός [agg.]
άπνους [agg.] αποβλέπω (απόβλεψα)...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: