Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αιθέριος [agg.] αίλουρος {αίλουρων}
αιθεροβάμων {αιθεροβάμ... αίμα {αίμ-ατος ...
αιθερομανία [s. femm.] αιμαγγίωμα [s. nt.]
αιθεροποίηση [s. femm.] αιμάζω [v. intr.]
αιθεροποιώ [v. trans.] αιμαλωπία [s. femm.]
αιθήρ [s. masch.] αιμασιά [s. femm.]
Αιθίοπας [s. masch.] αιμάσσω {μόνο στον...
Αιθιοπία [nome pr. femm.] αιματέμεση {-ης κ. -έ...
Αιθιοπίδα [s. femm.] αιματεμεσία [s. femm.]
αιθιοπικός [agg.] αιματηρός [agg.]
Αιθιοπίνα [s. femm.] αιματηρότατος [agg.]
Αιθίοψ -οπας ο· π... αιματηρότερος [agg.]
αίθουσα {-ας κ. (λ... αιματικός [agg.]
αιθρία {χωρ. πληθ... αιματίνη {αιμάτινων...
αίθριος [agg.] αιμάτινος [agg.]
αιθυλένιο {αιθυλενίο... αιματοβαμένος [agg.]
αιθυλένιον [s. nt.] αιματοβαμμένος [agg.]
αιθυλικός [agg.] αιματοβαφής [agg.]
αιθύλιο {αιθυλί-ου... αιματόβρεκτος [agg.]
αιθυλιώνω [v. trans.] αιματόβρεχτος [agg.]
αϊ-Καθίστρα [s. femm.] αιματογενής [agg.]
Αικατερίνα [nome pr. femm.] αιματοκρίτης {χωρ. πληθ...
Αιλουροειδές [s. nt.] αιματοκυλάω impf αιματ...
Αιλουροειδή [s. nt. pl.] αιματοκύλημα [s. nt.]
αιλουροειδής [agg.] αιματοκυλιέμαι aor pass α...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: