Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αιματέμεση
sostantivo femminile
1 ematemesi [f]
2 emottisi [f]
αιματεμεσία
sostantivo femminile
variante di αιματέμεση
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αιματικός [-ή, -ό] |
αιματίνη [-ης, η] |
αιμάτινος [-ινη, -ιν... |
αιματοβαμένος [-η, -ο] |
αιματοβαμμένος [-η, -ο] |
αιματοβαφής [-η, -o] |
αιματόβρεκτος [-η, -ο] |
αιματόβρεχτος [-η, -ο] |
αιματογενής [-ής, -ές] |
αιματοκρίτης [-η, ο] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|