Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αετονυχισμός [s. masch.] αζούπητος [agg.]
αετονύχισσα [s. femm.] αζούπιγος [agg.]
αετόπετρα [s. femm.] αζούπιστος [agg.]
αετοπιάνομαι [v. pass.] αζουρίτης {αζουριτών...
αετόπουλο [s. nt.] αζτέκοι [s. masch. pl.]
αετός [s. masch.] αζτέκος [s. masch.]
αετοφωλιά [s. femm.] αζύγιαστος [agg.]
αέτωμα [s. nt.] αζύγιστος [agg.]
αζαλέα {δύσχρ. αζ... άζυμος [agg.]
αζαλιά [s. femm.] αζώγερας [s. masch.]
αζεμάτιγος [agg.] αζώγυρας [s. masch.]
αζεοτροπικός [agg.] αζωικός [agg.]
αζέσταγος [agg.] αζωοσπερμία [s. femm.]
αζευγάρωτος [agg.] αζωταιμία [s. femm.]
άζευτος [agg.] άζωτο {αζώτου | ...
άζεχτος [agg.] αζωτοποίηση [s. femm.]
αζημίωτος, (raro) αζήμιωτος [agg.] αζωτουρία [s. femm.]
αζήτητος [agg.] αζωτούχος [agg.]
αζιγανεύω [v. trans.] αηδέστατος [agg.]
αζιμουθιακός [agg.] αηδέστερος [agg.]
αζιμουθικός [agg.] αηδής {αηδ-ούς |...
αζιμούθιο {αζιμουθίο... αηδία {αηδιών}
αζόγυρος [s. masch.] αηδιάζω {αηδίασ-α,...
αζούλητος [agg.] αηδιάζω {αηδίασ-α,...
αζούλιστος [agg.] αηδιασμένος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: