Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
αετοφωλιά
sostantivo femminile
nido [m]
αϊτοφωλιά
sostantivo femminile
variante di αετοφωλιά
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αζεοτροπικός [-ή, -ό] |
αζέσταγος [-η, -o] |
αζευγάρωτος [-η, -ο] |
άζευτος [-η, -ο] |
άζεχτος [-η, -o] |
αζημίωτος, (raro) αζήμιωτος [-η, -ο] |
αζήτητος [-η, -ο] |
αζιγανεύω {V} |
αζιμουθιακός [-ή, -ό] |
αζιμουθικός [-ή, -ό] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|