Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αηδιαστικά [avv.] άθαφτος [agg.]
αηδιαστικός [agg.] αθέατος [agg.]
αηδιαστικότατος [agg.] αθεΐα {χωρ. πληθ...
αηδιαστικότερος [agg.] αθεϊσμός [s. masch.]
αηδιαστικώτατος [agg.] αθεϊστής [s. masch.]
αηδιαστικώτερος [agg.] αθεϊστικός [agg.]
αηδόνι {αηδον-ιού... αθεΐστρια [s. femm.]
αηδονόλαλος [agg.] άθελα [avv.]
αηδονόστομος [agg.] αθέλητα [avv.]
αηδονοφωλιά [s. femm.] αθέλητος [agg.]
αηδονώ prp αηδονί... αθεμελίωτος, (raro) αθεμέλιωτος [agg.]
αηθέστατος [agg.] αθέμιτα [avv.]
αηθέστερος [agg.] αθέμιτος [agg.]
αήθης {αήθ-ους |... αθεμιτούργημα [s. nt.]
αήρ ο, gen αέρ... άθεος [agg.]
αήσκιωτος [agg.] αθεόφοβος [agg.]
αήττητος [agg.] αθέρα [s. masch.]
άηχος [agg.] αθεράπευτος [agg.]
άθαβος [agg.] αθέρας {χωρ. πληθ...
αθάμπωτος [agg.] αθέριγα [avv.]
αθανασία {χωρ. πληθ... αθέριγος [agg.]
αθάνατο [s. nt.] αθέσπιστος [agg.]
αθάνατοι [s. masch. pl.] αθέτηση {-ης κ. -ή...
αθάνατος [agg.] αθετήσιμος [agg.]
αθάρρευτος [agg.] αθετώ {αθετείς.....

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: