Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αδοκίμαστος [agg.] αδράχνω {άδρα-ξα, ...
αδόκιμος [agg.] αδράχτι {αδραχτ-ιο...
άδολα [avv.] αδράχτω aor άδραξα...
αδολέσχης [s. masch.] αδρεναλίνη {χωρ. πληθ...
αδολεσχία {αδολεσχιώ... αδρεναλινοκορτικοειδής [agg.]
άδολος [agg.] αδρενεργικός [agg.]
αδόνητος [agg.] Αδριανή [nome pr. femm.]
αδόξαστος [agg.] αδροπληρώνω {αδροπλήρω...
αδόξαστος [s. masch.] αδρός [agg.]
άδοξος [agg.] άδροσος [agg.]
αδόξως [avv.] αδρότητα [s. femm.]
αδούλευτος [agg.] αδύναμα [avv.]
αδούλωτος [agg.] αδυναμία, (raro) αδυναμιά {αδυναμιών...
άδραγμα [s. nt.] αδύναμος [agg.]
αδράζομαι aor αδράχτ... αδυνατίζω {αδυνάτισ-...
αδράζω aor άδραξα... αδυνατίζω {αδυνάτισ-...
αδράνεια {χωρ. πληθ... αδυνάτισμα [s. nt.]
αδρανειακός [agg.] αδυνατισμένος [agg.]
αδρανής {αδραν-ούς... αδύνατο [s. nt.]
αδρανοποίηση [s. femm.] αδύνατον [s. nt.]
αδρανοποιούμαι [v. pass.] αδύνατος [agg.]
αδρανοποιώ {αδρανοποι... αδυνατώ {αδυνατείς...
αδρανώ {αδρανείς.... αδυσώπητα [avv.]
αδραξιά [s. femm.] αδυσώπητος [agg.]
αδράπανος [agg.] άδυτο [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: