Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αδιβόλητος [agg.] αδικοθανατώ aor αδικοθ...
αδίδακτος [agg.] αδικοκρισία {αδικοκρισ...
αδίδαχτα [avv.] αδικοπραγία {αδικοπραξ...
αδίδαχτος [agg.] αδικοπραγώ {αδικοπραγ...
αδιεκδίκητος [agg.] άδικος {κ. (λόγ.)...
αδιεκπεραίωτος [agg.] αδικοσκοτωμένος [agg.]
αδιενέργητος [agg.] αδικοσφαμένος [agg.]
αδιέξοδο {αδιεξόδ-ο... αδικούμαι αδικήθηκα,...
αδιέξοδος [agg.] αδικούμενος [s. masch.]
αδιέξοδος [s. femm.] αδικοχαμένος [agg.]
αδιερεύνητος [agg.] αδικώ {αδικείς.....
αδιευθέτητος [agg.] αδικών [s. masch.]
αδιευκρίνητος [agg.] αδιοίκητος [agg.]
αδιευκρίνιστος [agg.] αδιόρατα [avv.]
άδικα [avv.] αδιόρατος [agg.]
αδικαιολόγητα [avv.] αδιόρθωτος [agg.]
αδικαιολόγητος [agg.] αδιόριστος [agg.]
αδικαίωτος [agg.] αδίπλωτος [agg.]
αδίκαστος [agg.] αδίστακτα [avv.]
αδίκημα [s. nt.] αδίστακτος [agg.]
αδικημένος [agg.] αδίσταχτα [avv.]
αδικία, (raro) αδικιά {αδικιών} αδίσταχτος [agg.]
αδικίες [sost femm. pl.] αδίσταχτος [s. masch.]
άδικο [s. nt.] αδιύλιστος [agg.]
αδικοβάνω [v. trans.] αδόκητος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: