Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αγγράφα [s. femm.] αγέρας [s. masch.]
αγγριθωτός [agg.] αγέραστος [agg.]
αγδάς [s. masch.] αγερένιος [agg.]
αγελάδα [s. femm.] αγέρι {αγεριού |...
αγελαδάρης [s. masch.] αγερίζω aor αέρισα
αγελαδάρισσα {(α)γελαδα... αγερική [s. femm.]
αγελαδινός [agg.] αγερικιά [s. femm.]
αγελαδίσιος [agg.] αγερικό [s. nt.]
αγελαδίτσα [s. femm.] αγερικός [agg.]
αγελαδοτρόφος [s. masch. e femm.] αγερίνα [s. femm.]
αγελαίος [agg.] αγερινός [agg.]
αγέλαμος [s. masch.] αγέρινος [agg.]
αγέλαστος [agg.] αγερογάμης [s. masch.]
αγέλη {αγελών} αγεροδρομώ impf αεροδ...
αγεληδόν [avv.] αγεροκρέμαστος [agg.]
αγέλουπας [s. masch.] αγερότοπος [s. masch.]
αγέμιστος [agg.] αγεροφερμένος [agg.]
αγένεια {χωρ. γεν.... αγεροφέρνω [v. trans.]
αγένειος [agg.] αγερόφερτος [agg.]
αγενέστατος [agg.] αγεροχρώματος [agg.]
αγενέστερος [agg.] αγεροχτυπημένος [agg.]
αγενής {αγεν-ούς ... άγερτος [agg.]
αγέννητος [agg.] αγέρωχος [agg.]
αγενώς [avv.] άγευστος [agg.]
αγένωτος [agg.] αγεφύρωτος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: