ζαχαροπλάσταινα
sostantivo femminile
femminile di ζαχαροπλάστης ^-η, ο^
ζαχαροπλάστης
sostantivo maschile
pasticciere [m]
ζαχαροπλάστισσα
sostantivo femminile
femminile di ζαχαροπλάστης ^-η, ο^
ζαχαροπλάστρια
sostantivo femminile
femminile di ζαχαροπλάστης ^-η, ο^