Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoσυγκέντρωση
sostantivo femminile 1 concentramento 2 συλλογή raccolta 3 συνάντηση riunione (f) permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiτο στρατόπεδο συγκεντρώσης = campo αρσ. di concentramento || η πνευμαστική συγκέντρωση = seduta θηλ. spiritica Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |