Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


μανικοειμαρμένη
sostantivo femminile

Ενάντια, κακή μοίρα ESEMPI Μη καρτερείς τας συμφοράς της μανικοειμαρμένης (Λίβ. Sc. 3109). ETIMOLOGIA <επίθ. μανικός + ουσ. ειμαρμένη

permalink
continua sotto

<<  μανικιουρίστας Μανίλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---