Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


μάινα
sostantivo neutro

α. (ναυτ.) πρόσταγμα για να χαλαρωθούν τα σκοινιά, να υποσταλούν τα πανιά κτλ.: [ το σκοινί / την αλυσίδα / τα πανιά. β. (λογοτ.) πρόσταγμα για να ακινητοποιηθεί κτ.: ] τη βάρκα ν΄ ανεβώ. ETIMOLOGIA βεν. maina προστ. του ρ. mainar μαϊνάρω΄

permalink
continua sotto

<<  μαϊμουδίστικος μαινάδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---