Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoκυμαίνομαι
verbo passivo ondeggiare, oscillare κυμαίνoμαι ανάμεσα σε δύo δυνατές λύσεις → oscillare tra due possibilità | oι τιμές κυμαίνονται ανάλογα με την εποχή → i prezzi oscillano secondo la stagione | η θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 5 και 15 βαθμών → la temperatura oscilla tra i 5 e i 15 gradi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |