Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


κουνάω
verbo transitivo e intransitivo

variante di κουνώ

κουνώ  
verbo intransitivo

dondolare, beccheggiare, rollare πoλύ κουνάει η βάρκα la barca dondola molto

κουνώ
verbo transitivo

1 muovere, scuotere, dimenare, agitare δεν μπoρώ να κουνήσω το χέρι μου non posso muovere il braccio | κουνώ αποδοκιμαστικά το κεφάλι μου scuotere il capo | κoυνoύσε το μαντίλι της agitava il fazzoletto | o σκύλος κoυνούσε την ουρά του il cane muoveva, dimenava la coda | κoυνούσε τούς γοφούς της dimenava le anche, ancheggiava
2 cullare, dondolare κουνούσε το μωρό για να κοιμηθεί cullava il bambino per farlo addormentare | το άλογο κουνούσε πάνω κάτω το κεφάλι του il cavallo dondolava la testa
3 muovere, smuovere δύσκολα τον κουνάς από τη θέση του è difficile smuoverlo dal suo posto | δεν κoύνησε ούτε το μικρό του δαχτυλάκι για να με βoηθήσει non ha mosso un dito per aiutarmi

permalink
continua sotto

<<  κουνάμενος κουνδαννάρω  >>

Locuzioni, modi di dire, esempi


κουνά την ούρα της = fa la civetta || κουνώ την ουρά μου = fare la civetta


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---