Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoκεφαλικός
aggettivo anatomia cefalico κεφαλικός δείκτης → indice cefalico | κεφαλική φλέβα → vena cefalica+++κεφαλικός φόρος → capitazione, testatico | κεφαλική ποινή → pena capitale permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |