Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


κεφάλαια
sostantivo neutro plurale

fondi [mp]

κεφάλαιο  
sostantivo neutro

1 capitale [m] εταιρικό κεφάλαιο capitale sociale | επένδυσε τo κεφάλαιό του σε ομόλογα ha investito il suo capitale in titoli | τo κεφάλαιο εκμεταλλεύεται τούς εργάτες il capitale sfrutta gli operai
2 capitolo [m] έχω διαβάσει μόνο τo πρώτo κεφάλαιο ho letto solo il primo capitolo
3 (fig) elemento [m] prezioso o συνεργάτης αυτός αποτελεί κεφάλαιο για την εταιρεία μας quel collaboratore è un elemento prezioso per la nostra società

permalink
continua sotto

<<  κεφαλαδίκιν κεφαλαιαγορά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---