Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


κατηγορηματικός  
aggettivo

categorico, reciso, risoluto, netto κατηγoρηματική απάντηση risposta categorica | κατηγορηματική άρνηση rifiuto categorico, netto rifiuto+++κατηγoρηματικό ρήμα verbo predicativo, predicato verbale

κα§τη§γο§ρη§μα§τι§κό§τα§τος
aggettivo

superlativo di κατηγορηματικός

κα§τη§γο§ρη§μα§τι§κό§τε§ρος
aggettivo

comparativo di κατηγορηματικός

κα§τη§γο§ρη§μα§τι§κώ§τα§τος
aggettivo

superlativo di κατηγορηματικός

κα§τη§γο§ρη§μα§τι§κώ§τε§ρος
aggettivo

comparativo di κατηγορηματικός

permalink
continua sotto

<<  κατηγορηματικά κατηγορημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω


κατζιλιέρης [ο]
κατηβαίνω [ο]
κατηγορηθείς [agg.]
κατηγόρημα [το]
κατηγορηματικά [avv.]
κατηγορηματικός [-ή, -ό]
κα§τη§γο§ρη§μα§τι§κό§τα§τος [agg.]
κα§τη§γο§ρη§μα§τι§κό§τε§ρος [agg.]
κα§τη§γο§ρη§μα§τι§κώ§τα§τος [agg.]
κα§τη§γο§ρη§μα§τι§κώ§τε§ρος [agg.]

Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---