Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoκατηγορηματικός
aggettivo categorico, reciso, risoluto, netto κατηγoρηματική απάντηση → risposta categorica | κατηγορηματική άρνηση → rifiuto categorico, netto rifiuto+++κατηγoρηματικό ρήμα → verbo predicativo, predicato verbale κα§τη§γο§ρη§μα§τι§κό§τα§τος aggettivo superlativo di κατηγορηματικός κα§τη§γο§ρη§μα§τι§κό§τε§ρος aggettivo comparativo di κατηγορηματικός κα§τη§γο§ρη§μα§τι§κώ§τα§τος aggettivo superlativo di κατηγορηματικός κα§τη§γο§ρη§μα§τι§κώ§τε§ρος aggettivo comparativo di κατηγορηματικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |