Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoκατευθύνομαι
verbo passivo dirigersi, indirizzarsi το πλοίο κατευθύνεται προς το λιμάνι → la nave si dirige verso il porto | προς τα πού κατευθυνόσαστε; → dove siete diretti? | κατευθύνθηκε στο δάσος → diresse i suoi passi verso il bosco κατευθύνω verbo transitivo dirigere, indirizzare, guidare κατευθύνω το βλέμμα μου κάπου → dirigere lo sguardo su qualcosa | προσπάθησε να κατευθύνει το γιο του στο σωστό δρόμο → ha cercato di indirizzare il figlio sulla retta via | κατευθύνω τις προσπάθειές μού σε κάτι → indirizzare i propri sforzi verso qualcosa | κατευθύνω με τηλεχειρισμό έναν πύραυλο → teleguidare un missile permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |