Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoκαταπληκτικός
aggettivo sorprendente, stupendo, stupefacente, sbalorditivo, meraviglioso, fantastico, straordinario καταπληκτική ιδέα → idea stupenda | καταπληκτική μνήμη → memoria sbalorditiva | καταπληκτική παράσταση → uno spettacolo straordinario κα§τα§πληκ§τι§κό§τα§τος aggettivo superlativo di καταπληκτικός κα§τα§πληκ§τι§κό§τε§ρος aggettivo comparativo di καταπληκτικός κα§τα§πληκ§τι§κώ§τα§τος aggettivo superlativo di καταπληκτικός κα§τα§πληκ§τι§κώ§τε§ρος aggettivo comparativo di καταπληκτικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |