Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoκαταγράφω
verbo transitivo 1 registrare o σεισμογράφος κατέγραψε δύο σεισμικές δονήσεις → il sismografo ha registrato due scosse 2 inventariare o δικαστικός κλητήρας κατέγραψε τα αντικείμενα προς κατάσχεση → l'ufficiale giudiziario ha inventariato i beni da pignorare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |