Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoκαταχρηστικός
aggettivo 1 abusivo 2 linguistica matematica improprio καταχρηστικές προθέσεις → preposizioni improprie | καταχρηστικό κλάσμα → frazione impropria κα§τα§χρη§στι§κό§τα§τος aggettivo superlativo di καταχρηστικός κα§τα§χρη§στι§κό§τε§ρος aggettivo comparativo di καταχρηστικός κα§τα§χρη§στι§κώ§τα§τος aggettivo superlativo di καταχρηστικός κα§τα§χρη§στι§κώ§τε§ρος aggettivo comparativo di καταχρηστικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |